- ψηνός
- ψήνgall-insectmasc gen sgψηνόςbald headedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηνός — και δωρ. τ. ψανός, ή, όν, Α φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψη τού ψήω* / ψῆν + επίθημα νός (πρβλ. πτη νός)] … Dictionary of Greek
ψηνόν — ψηνός bald headed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сыта — сытить, чу, укр. сита сыта , ситити, чу подслащать , др. русск. сыта вода, подслащенная медом, сваренный мед (Срезн. III, 877). Ввиду польск. woda miodem nаsусоnа вода, сыченая медом производится от слав. *sуtъ; см. Горяев, ЭС 356, против см. Мi … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
διάψιλος — ( ον) (Α) κατά τον Ησύχιο «ψηνός, φεδνός, διάψιλος» 2. (για αγρό) εντελώς ακαλλιέργητος, χέρσος … Dictionary of Greek
ψανός — (I) ή, ό, και ψάνιος, α, ο, Ν (για όσπρια) βραστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐψ ανός* «ευκολόβραστος» < ἔψω «βράζω», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ]. (II) ή, όν, Α βλ. ψηνός … Dictionary of Greek
ψηνίζω — Α [ψήν, ψηνός] 1. κρεμώ καρπούς άγριας συκιάς σε ήμερη για να γονιμοποιήσουν οι ψήνες τούς καρπούς της, ερινάζω 2. γράφω κωμωδία με τίτλο οί Ψῆνες 3. (το γ εν. πρόσ. παθ.) ψηνίζεται συνουσιάζεται … Dictionary of Greek
ψηνῶν — ψήν gall insect masc gen pl ψηνός bald headed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
bhes-1 — bhes 1 English meaning: to smear, spread Deutsche Übersetzung: “abreiben, zerreiben, ausstreuen” Material: O.Ind. bábhasti “chews up”, 3. pl. bápsati; bhásma n. “ash” resulted through verbal extensions of psü(i) , psō/i/ , psǝ(i) … Proto-Indo-European etymological dictionary